ακακοπέραστος

ακακοπέραστος
η , ο не испытавший лишений; хорошо, счастливо проживший жизнь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακακοπέραστος" в других словарях:

  • ακακοπέραστος — η, ο αυτός που δεν κακοπέρασε, δε δοκίμασε στερήσεις: Έδειχνε πιο νέος, γιατί ήταν άνθρωπος ακακοπέραστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακακοπέραστος — η, ο [κακοπερνώ] αυτός που δεν κακοπέρασε, που δεν δυστύχησε στη ζωή του, ο αταλαιπώρητος …   Dictionary of Greek

  • ακακούχητος — η, ο επίρρ. α ακακοπέραστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»